Νικαγόρας

Νικαγόρας
Νικαγόρᾱς , Νικαγόρη
fem acc pl
Νικαγόρᾱς , Νικαγόρη
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Νικαγόρας — (α’ μισό του 3ου αι. π.Χ.). Σοφιστής που καταγόταν από την Αθήνα. Είχε γράψει αρκετά συγγράμματα. Το γνωστότερο είναι οι Βίοι ελλογίμων θεών. Είχε χρηματίσει κήρυκας στο τελεστήριο της Δήμητρας, στην Ελευσίνα …   Dictionary of Greek

  • НИКАГОР —    • Nicagŏras,          Νικαγόρας,        1. мессенец, предатель Клеомена III, царя Спарты. Polib. 5, 37;        2. сын ритора Мусея в Афинах, софист и друг Филострата и Лонгина, жил в 3 в. от Р. X …   Реальный словарь классических древностей

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”